κυτών, ῶνος, ὁ, = κύτος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυτών — κυτών, ῶνος, ὁ (Α) [κύτος] κοίλωμα, κοιλότητα … Dictionary of Greek
κυτῶν — κύτος hollow neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)