κυττάριον

κυττάριον

κυττάριον, τό, dim. von κύτταρος, von den Bienenzellen, Arist. gen. anim. 4, 4, vgl. Schol. Theoc. 9, 19.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυττάριον — κυττάριον, τὸ (Α, Μ κυττάρι) [κύτταρος] μσν. ο πλακούντας, το ύστερο αρχ. υποκορ. τού κύτταρος* …   Dictionary of Greek

  • κυτταρίοις — κυττάριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυττάρια — κυττάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”