- κυσός
κυσός, ὁ, = κύσϑος, von VLL. πυγή u. γυναικεῖον αἰδοῖον erkl. Es hängt mit κύω zusammen. Vgl. κύσϑος, κύστις, κύτος, κύσσαρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυσός, ὁ, = κύσϑος, von VLL. πυγή u. γυναικεῖον αἰδοῖον erkl. Es hängt mit κύω zusammen. Vgl. κύσϑος, κύστις, κύτος, κύσσαρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυσός — κυσός, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) α) κύσθος, αιδοίο β) «πυγή» 2. κύστη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κύσθος* (Ι)] … Dictionary of Greek
κυσός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυσοῦ — κυσός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυσῷ — κυσός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυσόν — κυσός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Çeşme — Town … Wikipedia
κυσιώ — κυσιῶ, άω (Α) [κυσός] πασχητιώ* … Dictionary of Greek
κυσοβάκχαρις — κυσοβάκχαρις, ιδος, ὁ (Α) αυτός που μυρίζει τον κυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + βάκχαρις] … Dictionary of Greek
κυσοδόχη — κυσοδόχη, ἡ (Α) είδος ξύλινου δεσμού ή βασανιστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. ιο δόχη, καπνο δόχη] … Dictionary of Greek
κυσολάκων — κυσολάκων, ωνος, ὁ (Α) (για τους Σπαρτιάτες) παιδεραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + Λάκων «Σπαρτιάτης»] … Dictionary of Greek
κυσολέσχης — κυσολέσχης, ὁ (AM) αισχρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + λέσχης (< λέσχη «συνομιλία, φλυαρία»), πρβλ. μυθο λέσχης, χρησμο λέσχης] … Dictionary of Greek