κυρίλλιον

κυρίλλιον

κυρίλλιον, τό, ein enghalsiges Gefäß, = βομβύλιος, Poll. 10, 68.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυρίλλιον — κυρίλλιον, τὸ (Α) στενόλαιμο αγγείο από το οποίο το υγρό βγαίνει με χαρακτηριστικό ήχο, αλλ. βομβύλιος …   Dictionary of Greek

  • κυρίλλιον — narrow necked jug neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίλλων — κορίλλων, ὁ (Μ) κατασκευαστής πήλινων σκευών, λαγηνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *κυρίλλος ή *κυριλλός «πήλινο δοχείο», τού οποίου μαρτυρείται το υποκορ. κυρίλλιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”