κυρηβάτης

κυρηβάτης

κυρηβάτης, , der Streiter, Zänker, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυρηβάτης — ἡ κυριβάτης, ὁ (Α) [κυρηβάζω] 1. φιλόνεικος, εριστικός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἀσελγὴς ἐν τῷ λοιδορεῑν» …   Dictionary of Greek

  • κυρηβάτης — quarreller masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύρηβος — και κύριβος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κυρηβάτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τα κυρηβάζω και κυρηβάτης] …   Dictionary of Greek

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”