- κυρηβασία
κυρηβασία, ἡ, = Folgdm, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυρηβασία, ἡ, = Folgdm, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυρηβασία — κυρηβασία, ἡ (Α) βλ. κυρήβασις … Dictionary of Greek
κυρήβασις — και κυρηβασία, ἡ (Α) [κυρηβάζω] χτύπημα με τα κέρατα (α. «κυρηβασία λέγεται ἡ διὰ τῶν κεράτων μάχη, ἥπερ ἐν τοῑς ἀλόγοις ζῴοις γίνεται ἢ ἡ πλῆξις τῶν τράγων», λεξ. Σούδα β. «κυρηβάσεις γὰρ λέγονται αἱ πλήξεις τῶν τράγων καὶ γὰρ ἐκεῑνοι ταῑς… … Dictionary of Greek