κυρβασία

κυρβασία

κυρβασία, , eine spitze persische Mütze oder ein Turban; Ar. Av. 487 ἔχων ὥςπερ βασιλεὺς ὁ μέγας διαβάσκει (ὁ ἀλεκτρυών) ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τὴν κυρβασίαν τῶν ὀρνίϑων μόνος ὀρϑήν, denn der König trug allein einen gerade aufgerichteten Turban. Darauf bezieht sich Hesych. Erkl. κορυφὴ ἀλέκτορος, Hahnenkamm; vgl. Her. 5, 49 ἔχοντες κυρβασίας ἐπὶ τῇσι κεφαλῇσι u. 7, 64 περὶ τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπιγμένας. – Bei Hippocr. u. a. Medic. von Kräuterumschlägen über die Brust, bes. über die Brustwarzen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυρβασία — κυρβασίᾱ , κυρβασία Persian bonnet fem nom/voc/acc dual κυρβασίᾱ , κυρβασία Persian bonnet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρβασία — κυρβασία, ιων. τ. κυρβασίη ἡ (Α) 1. είδος καλύμματος τού κεφαλιού με οξεία κορυφή, πιθ. η κίδαρις («Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πενηγυίας», Ηρόδ.) 2. κατάπλασμα για τους μαστούς τών γυναικών 3 …   Dictionary of Greek

  • κυρβασίας — κυρβασίᾱς , κυρβασία Persian bonnet fem acc pl κυρβασίᾱς , κυρβασία Persian bonnet fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρβασίαν — κυρβασίᾱν , κυρβασία Persian bonnet fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρβασίην — κυρβασία Persian bonnet fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρβασίῃσι — κυρβασία Persian bonnet fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CYRBASIA — Pileus altus, in formam coni fastigiatus. Dionys. Πίλους ὑψηλοὺς εἰς χῆμα συνηγμένουςκωνοειδῆ, οὓς Ε῾λληνες κυρβασίας καλοῦσι, Pilcos altos in formam coni coeuntes, Graecis, Cyrbasias dictos. Ad quos respiciens Varro ait, Tutulati dicti, qui in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κίδαρις — Αρχαιοελληνική ονομασία καλύμματος του κεφαλιού που έφεραν οι αρχαίοι λαοί της βορειοδυτικής Ασίας. Ήταν ένα είδος ημισφαιρικού, κυλινδρικού ή κωνικού καπέλου από ύφασμα ή από δέρμα. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Πέρσες και είχε την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • АПЕКС —    • Apex,          собственно всякое остроконечие, затем оконечность шляпы (pileus) с тонким, обмотанным шерстью прутом, vigra oleaginea, также и самый pileus, остроконечный головной убор, особенно шляпа жрецов, сходная с греческой κυρβασία; ее… …   Реальный словарь классических древностей

  • καραούσι — καραούσι, τὸ (Μ) είδος καλύμματος τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. να συνδέεται με αρχ. ελλ. κυρβασία «περσικό καπέλο» ή αρχ. ελλ. κάρπασος «ύφασμα κατάλληλο για κάλυμμα τού κεφαλιού, για σαρίκι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”