κυρβασία — κυρβασίᾱ , κυρβασία Persian bonnet fem nom/voc/acc dual κυρβασίᾱ , κυρβασία Persian bonnet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρβασία — κυρβασία, ιων. τ. κυρβασίη ἡ (Α) 1. είδος καλύμματος τού κεφαλιού με οξεία κορυφή, πιθ. η κίδαρις («Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πενηγυίας», Ηρόδ.) 2. κατάπλασμα για τους μαστούς τών γυναικών 3 … Dictionary of Greek
κυρβασίας — κυρβασίᾱς , κυρβασία Persian bonnet fem acc pl κυρβασίᾱς , κυρβασία Persian bonnet fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρβασίαν — κυρβασίᾱν , κυρβασία Persian bonnet fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρβασίην — κυρβασία Persian bonnet fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρβασίῃσι — κυρβασία Persian bonnet fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CYRBASIA — Pileus altus, in formam coni fastigiatus. Dionys. Πίλους ὑψηλοὺς εἰς χῆμα συνηγμένουςκωνοειδῆ, οὓς Ε῾λληνες κυρβασίας καλοῦσι, Pilcos altos in formam coni coeuntes, Graecis, Cyrbasias dictos. Ad quos respiciens Varro ait, Tutulati dicti, qui in… … Hofmann J. Lexicon universale
κίδαρις — Αρχαιοελληνική ονομασία καλύμματος του κεφαλιού που έφεραν οι αρχαίοι λαοί της βορειοδυτικής Ασίας. Ήταν ένα είδος ημισφαιρικού, κυλινδρικού ή κωνικού καπέλου από ύφασμα ή από δέρμα. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Πέρσες και είχε την ονομασία… … Dictionary of Greek
АПЕКС — • Apex, собственно всякое остроконечие, затем оконечность шляпы (pileus) с тонким, обмотанным шерстью прутом, vigra oleaginea, также и самый pileus, остроконечный головной убор, особенно шляпа жрецов, сходная с греческой κυρβασία; ее… … Реальный словарь классических древностей
καραούσι — καραούσι, τὸ (Μ) είδος καλύμματος τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. να συνδέεται με αρχ. ελλ. κυρβασία «περσικό καπέλο» ή αρχ. ελλ. κάρπασος «ύφασμα κατάλληλο για κάλυμμα τού κεφαλιού, για σαρίκι»] … Dictionary of Greek