- κυριβαζω
κυριβαζω u. abgeleitete, = κυρηβάζω, v. l. in VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυριβαζω u. abgeleitete, = κυρηβάζω, v. l. in VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυριβάζω — (Α) βλ. κυρηβάζω … Dictionary of Greek
κυρηβάζω — και, κατά τον Ησύχ., κυριβάζω (Α) 1. χτυπώ με τα κέρατα σαν τράγος ή σαν κριάρι 2. γεν. μάχομαι 3. μτφ. προσκρούω, πλήττω, χτυπώ («ἤν δ ὑπεκκλίνῃ γε δευρί, τὸ σκέλος κυρηβάσει», Αριστοφ.) 4. μέσ. κυρηβάζομαι και κυριβάζομαι (μτφ) λοιδορούμαι.… … Dictionary of Greek