κυρτίδιον

κυρτίδιον

κυρτίδιον, τό, dim. zu κύρτη, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυρτίδιον — κυρτίδιον, τὸ (Α) [κύρτος] μικρό στραγγιστήρι …   Dictionary of Greek

  • κυρτιδίου — κυρτίδιον strainer neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύρτος — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”