κυρτεύς

κυρτεύς

κυρτεύς, , Reusenfischer, Opp. Hal. 3, 352.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυρτεύς — κυρτεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που ψαρεύει με κύρτους, με ψαροκάλαθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου* κυρτεύω] …   Dictionary of Greek

  • κυρτεύς — one that fishes with the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτῆς — κυρτεύς one that fishes with the masc nom pl κυρτεύς one that fishes with the masc nom/voc pl κυρτός bulging fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτευτής — κυρτευτής, ὁ (Α) κυρτεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυρτεύω ή, αναλογικά, κατά το ἁλιευτής] …   Dictionary of Greek

  • κύρτος — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …   Dictionary of Greek

  • κυρτῇ — κυρτῆι , κυρτεύς one that fishes with the masc dat sg (epic ionic) κυρτός bulging fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”