- κυπαιρίσκος
κυπαιρίσκος, ὁ, dor. = κύπειρος od. κυπαρί. σκος, Alcm. bei Hephaest. p. 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυπαιρίσκος, ὁ, dor. = κύπειρος od. κυπαρί. σκος, Alcm. bei Hephaest. p. 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυπαιρίσκος — κυπαιρίσκος, ὁ (Α) [κύπαιρος] υποκορ. τού κύπαιρος … Dictionary of Greek