- κυπελλο-χάρων
κυπελλο-χάρων, οντος, ὁ, der sich an Bechern freu't, Eust. 1776, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυπελλο-χάρων, οντος, ὁ, der sich an Bechern freu't, Eust. 1776, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυπελλοχάρων — κυπελλοχάρων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που ευχαριστιέται να έχει μπροστά του κύπελλα, δηλ. ο πότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύπελλο + χάρων (< θ. χαρ , πρβλ. ἐ χάρ ην, παθ. αόρ. τού χαίρω), πρβλ. λεβητο χάρων, οινο χάρων] … Dictionary of Greek