- κυπελλο-τόκος
κυπελλο-τόκος, τράπεζα, Becher (hervorbringend) tragend, Nonn. D. 47, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυπελλο-τόκος, τράπεζα, Becher (hervorbringend) tragend, Nonn. D. 47, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυπελλοτόκος — κυπελλοτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά κύπελλα («κυπελλοτόκος τράπεζα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύπελλο + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, ζωο τόκος] … Dictionary of Greek