- κυπειρίς
κυπειρίς, ίδος, ἡ, eine Art κύπειρος, Nic. Al. 591, φιλοζώοιο κυπειρίδος ἠὲ κυπείρου.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυπειρίς, ίδος, ἡ, eine Art κύπειρος, Nic. Al. 591, φιλοζώοιο κυπειρίδος ἠὲ κυπείρου.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύπειρις — κύπειρις, ιδος και κυπειρίς, ίδος και κύπηρις, εως, ἡ (Α) βλ. κύπερη … Dictionary of Greek
κυπείριδος — κύπειρις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπερη — η, και κύπειρος, ο, η (Α κύπειρος, δωρ. τ. κύπαιρος, ιων. τ. κύπερος, ὁ, και κύπειρις, ιδος και κυπειρίς, ίδος και κύπηρις, εως, ἡ, και κύπειρον, τὸ) ονομασία, κοινή σήμερα, τών ελληνικών ειδών τού γένους κύπερος και ειδικότερα τού ζιζανίου… … Dictionary of Greek