κυπαρίσσινος — of cypress wood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρίσσινος — η, ο (AM κυπαρίσσινος, ίνη, ον, Α αττ. τ. κυπαρίττινος, ίνη, ον) [κυπάρισσος] κυπαρισσένιος («λάρνακας κυπαρισσίνας», Θουκ.) μσν. αρχ. αυτός που ανήκει σε κυπαρίσσι ή εξάγεται από κυπαρίσσι («κυπαρισσίνη ρητίνη», Γαλ.) αρχ. (για ποτό) αυτό που… … Dictionary of Greek
κυπαρισσίνων — κυπαρίσσινος of cypress wood fem gen pl κυπαρίσσινος of cypress wood masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαριττίνων — κυπαρίσσινος of cypress wood fem gen pl (attic) κυπαρίσσινος of cypress wood masc/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρίσσινον — κυπαρίσσινος of cypress wood masc acc sg κυπαρίσσινος of cypress wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρίττινον — κυπαρίσσινος of cypress wood masc acc sg (attic) κυπαρίσσινος of cypress wood neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρισσίνη — κυπαρίσσινος of cypress wood fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρισσίνην — κυπαρίσσινος of cypress wood fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρισσίνης — κυπαρίσσινος of cypress wood fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρισσίνοις — κυπαρίσσινος of cypress wood masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπαρισσίνου — κυπαρίσσινος of cypress wood masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)