κυπαρισσών

κυπαρισσών

κυπαρισσών, ῶνος, ὁ, ein Cypressenhain, Strab. XVI, 738.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυπαρισσών — cypress grove masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπαρίσσων — Κυπάρισσος cypress fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπαρίσσων — κυπάρισσος cypress fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπαρίττων — Κυπαρίσσων , Κυπάρισσος cypress fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοζυγής — ές (Α ἰσοζυγής, ές) ίσος κατά το βάρος με κάποιον άλλο αρχ. ίσος κατά το μέγεθος («ἰσοζυγέων κυπαρίσσων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ζυγής (< θ. ζυγ , πρβλ. ἐ ζύγ ην, παθ. αόρ. τού ζεύγνυμι*), πρβλ. μονο ζυγής, νεο ζυγής] …   Dictionary of Greek

  • κυπάρισσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση τον αναφέρει ως ωραιότατο έφηβο, ευνοούμενο του θεού Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν κάποτε σκότωσε άθελά του το αγαπημένο του ελάφι, η θλίψη του ήταν αφόρητη και ο Απόλλωνας για να τον λυτρώσει τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”