- προ-αιρετός
προ-αιρετός, vorgenommen, vorsätzlich, freiwillig, Arist. eth. 3, 3 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-αιρετός, vorgenommen, vorsätzlich, freiwillig, Arist. eth. 3, 3 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπροαίρετος — εὐπροαίρετος, ον (Α) αυτός που έχει καλή προαίρεση, ο καλοπροαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προ αιρετός (< προ αιρούμαι)] … Dictionary of Greek
πρύτανης — ο / πρύτανις, άνεως, ΝΑ, και αιολ. τ. πρότανις Α (στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους 50 βουλευτές τής φυλής η οποία προήδρευε στη βουλή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, που ισοδυναμούσε με το 1/10 τού έτους νεοελλ. 1. αιρετός και με ορισμένη… … Dictionary of Greek