- κτήσ-ιππος
κτήσ-ιππος, Pferde besitzend, vgl. Luc. Fugit. 26. – S. Nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτήσ-ιππος, Pferde besitzend, vgl. Luc. Fugit. 26. – S. Nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτήσιππος — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, γιος του στρατηγού Χαβρία. Διακωμωδήθηκε πολλές φορές από τους κλασικούς ποιητές, εξαιτίας του αχαλίνωτου ηδονισμού του, παρά τις μάταιες προσπάθειες του φίλου του, Φωκίωνα, να τον συνετίσει. Ο Κ. είχε το… … Dictionary of Greek