- κτίννῡμι
κτίννῡμι od. κτίνῡμι, auch κτιννύω, Nebenform zu κτείνω, Sp., wie App. B. C. 1, 71. – Bei D. C. 35, 5 steht ἀπεκτείννυσαν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτίννῡμι od. κτίνῡμι, auch κτιννύω, Nebenform zu κτείνω, Sp., wie App. B. C. 1, 71. – Bei D. C. 35, 5 steht ἀπεκτείννυσαν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτίννυμι — κτίννῡμι , κτείνω kill pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκτείνω — (AM ἀποκτείνω κ. κτέννω, Α κ. κταίνω, κτείνυμι, κτίννυμι, κτιννύω) φονεύω, θανατώνω αρχ. 1. καταδικάζω σε θάνατο, επιβάλλω θανατική ποινή 2. (για τους ρήτορες) κάνω να καταδικαστεί σε θάνατο κάποιος 3. (για δήμιο) εκτελώ θανατική ποινή 4.… … Dictionary of Greek