κτίστωρ

κτίστωρ

κτίστωρ, ορος, ὁ, = κτιστής; Ἀσιάδος χϑονός Eur. Ion 74; Αἴτνας Pind. bei Ar. Av. 926; Sp.; auch Ζήνων ὁ τῆς στοᾶς κτίστωρ, Ath. IX, 370 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κτίστωρ — κτίστωρ, ορος, ὁ (Α) [κτίζω] κτίστης, δημιουργός, ιδρυτής, θεμελιωτής …   Dictionary of Greek

  • κτίστωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίστορ — κτίστωρ masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίστορα — κτίστωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίστορας — κτίστωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίστορες — κτίστωρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίστορος — κτίστωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίστορ' — κτίστορα , κτίστωρ masc acc sg κτίστορι , κτίστωρ masc dat sg κτίστορε , κτίστωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοκτίστωρ — κοσμοκτίστωρ, ορος, ὁ (Μ) ο δημιουργός τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + κτίστωρ «κτίστης» < κτίζω] …   Dictionary of Greek

  • κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • παντοκτίστωρ — ορος, ὁ, Μ παντοκτίστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + κτίστωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”