- κτηνο-τροφία
κτηνο-τροφία, ἡ, das Viehmästen, -halten, die Viehzucht; Plut. Poplic. 11; D. Hal. 3, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτηνο-τροφία, ἡ, das Viehmästen, -halten, die Viehzucht; Plut. Poplic. 11; D. Hal. 3, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
κυοτροφία — κυοτροφία, ἡ (Α) η θρέψη τού εμβρύου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφία, κτηνο τροφία] … Dictionary of Greek
κυπρινοτροφία — η κλάδος τής ιχθυολογίας που έχει ως αντικείμενο τη διατροφή τών κυπρίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπρίνος + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφία, κτηνο τροφία] … Dictionary of Greek