κτηνο-τρόφος

κτηνο-τρόφος

κτηνο-τρόφος, Vieh nährend, mästend, haltend, Sp., wie D. Sic. 1, 74.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …   Dictionary of Greek

  • ζωοτρόφος — (I) ζωοτρόφος, ον (Α) (για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κτηνο τρόφος]. (II) ο (Α ζῳοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • καμηλοτρόφος — καμηλοτρόφος, ὁ (Α) πάπ. αυτός που τρέφει, που διατηρεί καμήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + τρόφος (< τροφός < τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κτηνο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • ζευγοτρόφος — ζευγοτρόφος, ον (Α) αυτός που τρέφει, που έχει στην κατοχή του ζευγάρι ίππων ή βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κτηνο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • θεοτρόφος — θεοτρόφος, ον (Μ) ο θεοτρεφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. βου τρόφος, κτηνο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • ιπποτρόφος — ο(ν) (ΑΜ ἱπποτρόφος, ον) (για πρόσ. ή χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς ίππους νεοελλ. αυτός που συντηρεί ίππους και ασχολείται με την αναπαραγωγή τους αρχ. αυτός που διατηρεί ίππους για ιπποδρομικούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τρόφος (<… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοτρόφος — ο (Α ἰχθυοτρόφος, ον) (για θάλασσα, λίμνη, ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος ψάρια νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ιχθυοτρόφος αυτός που ασχολείται με την ιχθυοτροφία, ο ιχθυοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + τρόφος (<… …   Dictionary of Greek

  • κονικλοτρόφος — ο, η αυτός που εκτρέφει κουνέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνικλος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κτηνο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • κυνοτρόφος — κυνοτρόφος, ον (Α) αυτός που εκτρέφει σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + τροφός (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κτηνο τρόφος)] …   Dictionary of Greek

  • μελισσοτρόφος — ο (Α μελισσοτρόφος και αττ. τ. μελιττοτρόφος) νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η μελισσοτρόφος αυτός που εκτρέφει μέλισσες, μελισσοκόμος αρχ. ως επίθ. αυτός που τρέφει πολλά μελίσσια, που παράγει πολύ μέλι («μελισσοτρόφου Σαλαμῑνος», Ευρ.).… …   Dictionary of Greek

  • ξενοτρόφος — ξενοτρόφος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που περιποιείται τους ξένους αρχ. αυτός που διατηρεί ξένα μισθοφορικά στρατεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”