κτηνικός — κτηνικός, ή, όν (AM) [κτήνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κτήνος … Dictionary of Greek
κτηνίτης — κτηνίτης, ὁ (Μ) ως επίθ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτήνος, κτηνικός 2. οδηγός κτήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + κατάλ. ίτης (πρβλ. κτηματ ίτης, μεσ ίτης)] … Dictionary of Greek