κτηματικός

κτηματικός

κτηματικός, vermögend, begütert; Pol. 5, 93, 6; Plut. Sol. 14 u. öfter, u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κτηματικός — και χτηματικός, ή, ό (AM κτηματικός, ή, όν) [κτήμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτήμα, δηλαδή σε αγροτική έκταση ή έπαυλη («κτηματική περιουσία») νεοελλ. φρ. «Κτηματική Τράπεζα» τράπεζα που χορηγεί πιστώσεις με υποθήκη ακίνητα κτήματα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • κτηματικῶν — κτηματικός possessed of wealth fem gen pl κτηματικός possessed of wealth masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτηματικοῖς — κτηματικός possessed of wealth masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτηματικοί — κτηματικός possessed of wealth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτηματικοῦ — κτηματικός possessed of wealth masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτηματικούς — κτηματικός possessed of wealth masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτηματικῶς — κτηματικός possessed of wealth adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισφορά — η (AM εἰσφορά) συμβολή σε μια δαπάνη ή έργο, έρανος αρχ. 1. συγκομιδή 2. (για λέξη) εισαγωγή 3. εισήγηση, πρόταση 4. πληρωμή (ιδίως φόρων) 5. αναγκαστικός κτηματικός φόρος που επιβαλλόταν με ψήφισμα τής εκκλησίας τού δήμου σε πολίτες ή μετοίκους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”