- προ-ανύω
προ-ανύω, vorher vollenden, Sp., wie Iambl.; προανυσϑέντος, Poll. 1, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ανύω, vorher vollenden, Sp., wie Iambl.; προανυσϑέντος, Poll. 1, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προανύτω — ΜΑ, προανύω Μ αποπερατώνω, κατορθώνω κάτι προηγουμένως («τὸ προανυσθὲν ὑπόμνημα», Ιάμβλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνύτω/ἀνύω «εκτελώ, φέρνω σε πέρας»] … Dictionary of Greek