- κτησείδιον
κτησείδιον, τό, kleines Eigenthum, kleiner Besitz; Arr. Epict. 1, 1, 10; Iulian.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτησείδιον, τό, kleines Eigenthum, kleiner Besitz; Arr. Epict. 1, 1, 10; Iulian.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτησείδιον — κτησείδιον, τὸ (AM, Α και κτησίδιον) μικρή ιδιοκτησία, μικρό κτήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτησε ίδιον < κτῆσις, εως + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek
κτησείδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτησειδίου — κτησείδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτησειδίῳ — κτησείδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)