- κτενίδιον
κτενίδιον, τό, dim. zum Vorigen, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτενίδιον, τό, dim. zum Vorigen, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτενίδι — το (Α κτενίδιον) βλ. χτενίδι … Dictionary of Greek
χτενίδι — το / κτενίδιον, ΝΑ, και κτενίδι Ν νεοελλ. μικρό χτένι, χτενάκι για τα μαλλιά νεοελλ. στον πληθ. τα χτενίδια α) οι τρίχες τών μαλλιών που παρασύρει το χτένι β) τα υπολείμματα τής ξάνσης, γνάφαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτείς, κτενός + υποκορ. κατάλ.… … Dictionary of Greek