κτεανισμός

κτεανισμός

κτεανισμός, , Besitz, Man. 4, 41; man vermuthet κτεατισμός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κτεανισμός — ή κτεατισμός, ὁ (Α) απόκτηση πλούτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλη γρφ. τού τ. κτεατισμός, η οποία οφείλεται σε επίδραση τής λ. κτέανον] …   Dictionary of Greek

  • κτεανισμῶν — κτεανισμός getting wealth masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεατισμός — κτεατισμός, ὁ (Α) βλ. κτεανισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”