κτενωτός

κτενωτός

κτενωτός, gekämmt; auch von wolligen Kleidern, Inscr. 155.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κτενωτός — ή, ό (Α κτενωτός, ή, όν) 1. (για μάλλινα υφάσματα) λαναρισμένος, ξασμένος, κατεργασμένος, υφασμένος 2. χτενιστός, χτενισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτείς, κτενός + κατάλ. ωτός (πρβλ. δαντελ ωτός, κλιμακ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • κτενωτή — κτενωτός scalloped fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτενωτήν — κτενωτός scalloped fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεις — ο (AM κτείς, ενός) θαλάσσιο οστρακόδερμο, το χτένι («ἂν δ οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι τὸ πρὸς τῷ μυκτῆρι», Αριστοτ.) αρχ. 1. όργανο με το οποίο διευθετούνται, ευτρεπίζονται τα μαλλιά, χτένι 2. εξάρτημα τού αργαλειού από το οποίο διέρχονται οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”