- κτεατισμός
κτεατισμός, ὁ, s. κτεανισμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτεατισμός, ὁ, s. κτεανισμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτεατισμός — κτεατισμός, ὁ (Α) βλ. κτεανισμός … Dictionary of Greek
κτεανισμός — ή κτεατισμός, ὁ (Α) απόκτηση πλούτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλη γρφ. τού τ. κτεατισμός, η οποία οφείλεται σε επίδραση τής λ. κτέανον] … Dictionary of Greek