- κτιστικός
κτιστικός, schöpferisch, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτιστικός, schöpferisch, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτιστικός — ή, ό (AM κτιστικός, ή, όν) [κτίστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτίση ή στο κτίσιμο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κτιστικά η αμοιβή τού κτίστη, τα εργολαβικά τών κτιστών, οι συνολικές δαπάνες για το κτίσιμο μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek
κτιστικά — τα βλ. κτιστικός … Dictionary of Greek