- κρῶγμα
κρῶγμα, τό, = Folgdm, Hdn. epim. 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρῶγμα, τό, = Folgdm, Hdn. epim. 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρώγμα — κρῶγμα, τὸ (Α) [κρώζω] ο κρωγμός … Dictionary of Greek
κρῶγμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρώζω — (AM κρώζω) 1. (για τον κόρακα, την κουρούνα ή άλλα πτηνά) εκβάλλω κρωγμούς, φωνάζω κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρυζα κορώνη», Ησίοδ.) 2. (για πρόσωπα) κραυγάζω με βραχνή φωνή («τοῡτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», Αριστοφ.) αρχ. (για άμαξα) … Dictionary of Greek