- κρῑθάριον
κρῑθάριον, τό, eigtl. dim. von κριϑή, Gerstenkörnchen, Sp., = κριϑή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρῑθάριον, τό, eigtl. dim. von κριϑή, Gerstenkörnchen, Sp., = κριϑή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριθάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθαρίου — κριθάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… … Dictionary of Greek