- κρῑθο-φόρος
κρῑθο-φόρος, Gerste tragend; κριϑοφόρος ἀρίστη ἡ Ἀττική Theophr.; χώρα Strab. VIII, 375.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρῑθο-φόρος, Gerste tragend; κριϑοφόρος ἀρίστη ἡ Ἀττική Theophr.; χώρα Strab. VIII, 375.
http://www.zeno.org/Pape-1880.