- κρῑθο-πώλης
κρῑθο-πώλης, ὁ, Gerstekäufer, Hippiatr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρῑθο-πώλης, ὁ, Gerstekäufer, Hippiatr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιγματοπώλης — μιγματοπώλης, ὁ (Α) αυτός ο οποίος πουλά μίγματα, και ιδίως φάρμακα, φαρμακοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίγμα ατος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. κριθο πώλης] … Dictionary of Greek