κρῑηδόν, wie ein Widder, Ar. Lys. 309; B. A. 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριηδόν — (Α) επίρρ. σαν κριάρι (ἅψαντες εἴτ ἐς τὴν θύραν κριηδὸν ἐμπέσοιμεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, λεοντ ηδόν)] … Dictionary of Greek
κριηδόν — like a ram indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)