κρῑο-φόρος

κρῑο-φόρος

κρῑο-φόρος, Widder tragend; μηχαναί, mit Mauerbrechern, D. Sic. 20, 48. 91 u. A. – Auch Beiname des Hermes, Paus. 2, 3, 4. 9, 22, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κριοφόρος — Προσωνυμία που απέδιδαν στον θεό Ερμή οι Ταναγραίοι. Σύμφωνα με την παράδοση, ο θεός έσωσε την πόλη τους από τον λοιμό, περιφέροντας γύρω από τα τείχη έναν κριό, τον οποίο κρατούσε στους ώμους του. Για να τον ευχαριστήσουν, οι Ταναγραίοι ίδρυσαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”