γρῑπηΐς, τέχνη, Fischerkunst, Antip. Sid. 14 (VI, 223).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γριπηίς — γριπηίς, η (Α) [γριπεύς] φρ. «γριπηίς τέχνη» η αλιευτική … Dictionary of Greek
γριπηίς — γρῑπηίς , γριπηίς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γριπηίδι — γρῑπηίδι , γριπηίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)