κρῆθμον

κρῆθμον

κρῆθμον, τό, auch κρίϑμον, ein Küchenkraut, Meerfenchel; Hippocr.; Nic. Th. 909 u. A.; – nach Schol. zu Lycophr. 238 auch ein Meerschaalthier.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρήθμον — κρῆθμον, τὸ (Α) άγριο βοτάνι που απαντά σε πετρώδεις και παραθαλάσσιους τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λέξη, αβέβαιης ετυμολ. που ίσως εμφανίζει επίθημα μον (πρβλ. δίκτα μον, κάρδα μον)] …   Dictionary of Greek

  • κρῆθμον — samphire neut nom/voc/acc sg κρῆθμος samphire masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρῆθμα — κρῆθμον samphire neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήθμου — κρῆθμον samphire neut gen sg κρῆθμος samphire masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήθμος — κρῆθμος, ὁ (Α) το κρήθμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κρῆθμον] …   Dictionary of Greek

  • κρίθμο — το (Α κρίθμον και κρῆθμον, τὸ και κρίθμος και κρήθμος και κρηθμός, ὁ) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα και το οποίο απαντά σε παράκτιους γκρεμούς και βράχους, στην άμμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”