κρῆς

κρῆς

κρῆς, τό, zsgz aus κρέας, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κρής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Δία και της νύμφης Ιδαίας, ήταν ήρωας της Κρήτης καθώς και ο πρώτος ιθαγενής βασιλιάς της. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κ. θέσπισε στην προμινωική φάση το δίκαιο του πληθυσμού των Ετεοκρητών. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι… …   Dictionary of Greek

  • κρης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Δία και της νύμφης Ιδαίας, ήταν ήρωας της Κρήτης καθώς και ο πρώτος ιθαγενής βασιλιάς της. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κ. θέσπισε στην προμινωική φάση το δίκαιο του πληθυσμού των Ετεοκρητών. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι… …   Dictionary of Greek

  • κρῆς — κρέας flesh neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τζώρτζης ο Κρης — Έλληνας ζωγράφος της Κρητικής σχολής του 16ου αι. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά από τη ζωή και τη δραστηριότητά του. Εντάσσεται στην πρώτη φάση των Κρητικών ζωγράφων, οι οποίοι δημιουργούν το έργο τους έξω από την Κρήτη και κυρίως στα μεγάλα… …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος ο Κρης — (; – Κυδωνία 1816). Μουσικός και υμνογράφος. Γεννήθηκε στην Κρήτη, απ’ όπου αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη και έγινε μαθητής των μεγάλων μουσικοδιδασκάλων Μελετίου του Σιναΐτη και Ιακώβου του Πρωτοψάλτη. Δίδαξε την εκκλησιαστική μουσική στην… …   Dictionary of Greek

  • Ιλαρίων Σιναΐτης ο Κρης — (Αρμάθα Πεδιάδας, Κρήτη περ. 1765 – Τίρνοβο, Βουλγαρία 1838). Λόγιος κληρικός, μητροπολίτης Τιρνόβου Βουλγαρίας (1821 27, 1830 38). Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Σινά, όπου εκάρη μοναχός. Το 1792 παρακολούθησε μαθήματα στην Πατμιάδα Σχολή και το 1797… …   Dictionary of Greek

  • Κρησίων — Κρής fem gen pl Κρής masc/neut gen pl Κρήσιος fem gen pl Κρήσιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρῆτες — Κρής masc nom/voc pl Κρής masc nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρήσιον — Κρής masc acc sg Κρής neut nom/voc/acc sg Κρήσιος masc acc sg Κρήσιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρησσῶν — Κρής fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”