γρᾴδιον, τό, = γραΐδιον, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γράδιον — γρᾴδιον, το (Α) βλ. γραΐδιον … Dictionary of Greek
γρᾴδιον — γραίδιον old hag neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραΐδιο — το (AM γραΐδιον, Α και γρᾴδιον) [γραΐς] 1. γριούλα, μικροσκοπική γριά 2. πονηρή γριά, παλιόγρια … Dictionary of Greek