- κρᾱνιό-λειος
κρᾱνιό-λειος, kahlköpfig, mit einer Glatze, ὁ φαλακρός, B. A. p. 49, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρᾱνιό-λειος, kahlköpfig, mit einer Glatze, ὁ φαλακρός, B. A. p. 49, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρανιόλειος — κρανιόλειος, ον (Α) φαλακρός, με λείο κρανίο, χωρίς τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίον + λεῖος] … Dictionary of Greek