κρήνηνδε

κρήνηνδε

κρήνηνδε, zur Quelle hin, Od. 20, 154.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρήνηνδε — (Α) επίρρ. στην πηγή («ταὶ δὲ μεθ ὕδωρ ἔρχεσθε κρήνηνδε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνην + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. οίκα δε, πόλιν δε)] …   Dictionary of Greek

  • κρήνηνδε — to a well indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”