κρήγυος

κρήγυος

κρήγυος, ον, gut, nützlich, ersprießlich; οὐπώποτέ μοι τὸ κρήγυον εἶπας Il. 1, 106, wie Plat. Alc. I, 111 e οὐδὲ κρήγυοι διδάσκαλοί εἰσι τούτων. – Bei Theocr. 20, 19, ποιμένες εἴπατέ μοι τὸ κρήγυον, = das Wahre; Ἔρως πορϑεῖς με τὸ κρήγυον Archi. 1 (V, 58); παρ' οἴνῳ κρήγυος Damaget. 12 (VII, 355). – Adv. κρηγύως, Perictyone bei Stob. Flor. 83, 19. – Die Ableitung ist dunkel, vgl. Buttmann Lexil. I p. 25 u. II p. 267.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρήγυος — κρήγυος, δωρ. τ. κράγυος, ον (Α) 1. καλός, ωφέλιμος ή ευάρεστος («οὔ πώ ποτέ μοι τὸ κρήγυον εἶπας», Ομ. Ιλ.) 2. αληθινός, πραγματικός («εἴπατέ μοι τὸ κρήγυον», Θεόκρ.) 3. σπουδαίος, βαρυσήμαντος 4. (για γυναίκα) τίμια 5. (το ουδ. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • κρήγυος — good masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηγύως — κρήγυος good adverbial κρήγυος good masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήγυον — κρήγυος good masc/fem acc sg κρήγυος good neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήγυα — κρήγυος good neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήγυοι — κρήγυος good masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”