- κρᾱταί-βολος
κρᾱταί-βολος, mit Kraft geworfen, χερμάδες Eur. Bacch. 1096, v. l. κραταβόλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρᾱταί-βολος, mit Kraft geworfen, χερμάδες Eur. Bacch. 1096, v. l. κραταβόλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραταίβολος — κραταίβολος, ον (Α) αυτός που εξακοντίζεται με ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + βολος (< βάλλω), πρβλ. ακρό βολος, ιχθύ βολος] … Dictionary of Greek