- γρᾱπίς
γρᾱπίς, ίδος, ἡ, die abgestreifte Haut der Insekten u. der Schlangen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γρᾱπίς, ίδος, ἡ, die abgestreifte Haut der Insekten u. der Schlangen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γράπις — ( ιδος), η (Α) 1. το δέρμα φιδιών και εντόμων που έχει απορριφθεί 2. (για πρόσωπο) γεμάτος ρυτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τύπος, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι, αν ληφθεί ως αφετηρία η έννοια τής ρυτίδας, πρόκειται για υποκοριστικό τ. τού γράπτης* … Dictionary of Greek
γράπις — cast slough fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράπιν — γράπις cast slough fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράπτης — ο (Μ) αυτός που έχει ρυτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος σημασιολογικά τ. τού γράπις*, που μαρτυρείται στον Ευστάθιο. Το γράπτης θεωρήθηκε παράγωγο τού γράφω «χαράζω (γραμμή)»] … Dictionary of Greek
γράφ' — γράφε , γράφω scratch pres imperat act 2nd sg γράφε , γράφω scratch imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) γράπι , γράπις cast slough fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)