κραῖρα

κραῖρα

κραῖρα, (vgl. κέρας, κεραία), die Spitze, der Kopf, Hesych.; sonst nur in Zusammensetzungen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κραίρα — κραῑρα, ἡ (Α) (κατὰ τὸν Ησύχ.) 1. κορυφή, κεφαλή 2. ακροστόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει κατ απόσπαση από σύνθετες λέξεις, όπως εὔ κραιρα, ὀρθό κραιρα (πρβλ. αψίς < αψί χολος, κοντός, κουτσός κ.ά.). Ο τ. προήλθε < *κρᾱ ρή, *κρᾱσ ρ +… …   Dictionary of Greek

  • κραίρας — κραίρᾱς , κραῖρα top fem acc pl κραίρᾱς , κραῖρα top fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραίραν — κραίρᾱν , κραῖρα top fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραῖραι — κραῖρα top fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάγκραιρα — μελάγκραιρα, ἡ (Α) (για την Κυμαία Σίβυλλα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κραῖρα «κεφαλή» (πρβλ. εύ κραιρα, ορθό κραιρα)] …   Dictionary of Greek

  • κραίρος — κραῑρος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κραίρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κραίρα με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • βοόκραιρος — βοόκραιρος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + κραιρος < κραίρα «κέρατο» (πρβλ. εύκραιρος)] …   Dictionary of Greek

  • δίκραιρος — δίκραιρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει δύο κέρατα 2. ο σχισμένος στα δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + κραιρος < κραιρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. εύκραιρος, τανύκραιρος)] …   Dictionary of Greek

  • εύκραιρος — εὔκραιρος, ον και εὐκραίρη, ον, επικ. τ. ἐΰκραιρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραία κέρατα (α. «εὐκραίρῳ βοΐ», Αισχύλ. β. «εὐκραίρῳ ἀμνῷ», Οππ.) 2. (για πλοίο) αυτός που έχει ωραίο έμβολο («εὔκραιρος ναῡς», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κραίρα «άκρον …   Dictionary of Greek

  • ημίκραιρα — ἡμίκραιρα, ἡ (Α) 1. το μισό τού κεφαλιού ή τού προσώπου 2. ημικρανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + κραίρα «κεφαλή»] …   Dictionary of Greek

  • ισόκραιρος — ἰσόκραιρος, ον (Α) αυτός που έχει ίσα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κραιρος (< κραῑρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ορθό κραιρος, τανύ κραιρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”