κρίβανος — κρίβανος, ὁ (Α) βλ. κλίβανος … Dictionary of Greek
κρίβανος — κρί̱βανος , κρίβανος covered earthen vessel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιβάνοις — κρίβανος covered earthen vessel masc dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιβάνου — κρίβανος covered earthen vessel masc gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιβάνους — κρίβανος covered earthen vessel masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιβάνων — κρίβανος covered earthen vessel masc gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιβάνῳ — κρίβανος covered earthen vessel masc dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίβανοι — κρίβανος covered earthen vessel masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίβανον — κρίβανος covered earthen vessel masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίβανος — κρίβανος covered earthen vessel masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… … Dictionary of Greek