κρίνινος

κρίνινος

κρίνινος, von Lilien gemacht; μύρον Pol. 31, 4, 2, wo jetzt ἴρινον gelesen wird; Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρίνινος — η, ο (Α κρίνινος, ίνη, ον) [κρίνος] 1. παρασκευασμένος από κρίνα 2. (το ουδ. ως ουσ. κατά παράλειψη τής λ. μύρον) κρίνινον μύρο από κρίνα …   Dictionary of Greek

  • κρίνινον — κρίνινος made of lilies masc acc sg κρίνινος made of lilies neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρινίνου — κρίνινος made of lilies masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρινίνῳ — κρίνινος made of lilies masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίνο — το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και τού οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά αρχ. 1. είδος χορικής ορχήσεως 2. είδος άρτου 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”