- κρίκωσις
κρίκωσις, ἡ, das Abrunden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρίκωσις, ἡ, das Abrunden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρίκωσις — κρίκωσις, ἡ (Μ) [κρικούμαι] 1. το να κάνει κανείς κάτι στρογγυλό, σαν κρίκο, στρογγύλωμα, στρογγύλωση 2. ασφάλιση με κρίκο … Dictionary of Greek
κρίκωσις — infibulation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίκωσιν — κρίκωσις infibulation fem acc sg κρίζω creak aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρικώσεως — κρικώσεω̆ς , κρίκωσις infibulation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)